μακροδάκτυλος

μακροδάκτυλος
ος, ο[ν] 1. с длинными пальцами;
2. (ο ) вор; растратчик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μακροδάκτυλος" в других словарях:

  • μακροδάκτυλος — long toed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροδάκτυλος — η, ο (AM μακροδάκτυλος, ον) αυτός που έχει μακριά δάκτυλα νεοελλ. 1. αυτός που πάσχει από μακροδακτυλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο μακροδάκτυλος ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας scarabeidae …   Dictionary of Greek

  • μακροδάκτυλον — μακροδάκτυλος long toed masc/fem acc sg μακροδάκτυλος long toed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροδάκτυλα — μακροδάκτυλος long toed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροδάκτυλοι — μακροδάκτυλος long toed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»